- ομογένεια
- η (Α ὁμογένεια) [ομογενής]η προέλευση από το ίδιο γένος, κοινότητα καταγωγήςνεοελλ.1. η σύσταση από όμοια στοιχεία, ομοιογένεια2. το σύνολο τών Ελλήνων που ζουν σε ξένες χώρεςαρχ.(για φυτά) κοινότητα γένους.
Dictionary of Greek. 2013.